- ὑπέρθυμος
- ὑπέρθῡμος, -ον1 great hearted “κέκλυτε, παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” P. 4.13
Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον I. 8.55
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον I. 8.55
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑπέρθυμος — ὑπέρθῡμος , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρθυμος — ον, Α 1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος 2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης 3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος 4. πολύ οργισμένος. επίρρ... ὑπερθύμως Α 1. με υπερβολική οργή 2. με πολύ μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θυμος… … Dictionary of Greek
υπερθυμούμαι — όομαι, Α [ὑπέρθυμος] (αποθ.) διαπνέομαι από υψηλά φρονήματα, είμαι ὑπέρθυμος* … Dictionary of Greek
ὑπερθύμω — ὑπερθύ̱μω , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπερθύ̱μω , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμως — ὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμος high spirited adverbial ὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρθυμον — ὑπέρθῡμον , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem acc sg ὑπέρθῡμον , ὑπέρθυμος high spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερθύμως — Α επίρρ. βλ. ὑπέρθυμος … Dictionary of Greek
ὑπερθύμοιο — ὑπερθύ̱μοιο , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμοις — ὑπερθύ̱μοις , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμοισι — ὑπερθύ̱μοισι , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμου — ὑπερθύ̱μου , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)